- Νάξιοι
- ΝάξιοςNaxosmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
MILICHIUS Jupiter — apud Athenienses, extra urbem, victimis non veris cultus: statua pyramis erat. Item Bacchus sic dictus, quod non solum vini, sed ficuum et fructuum prope omnium inventor fuerat. Nam Milicha, ficus olim significabant. Illud nos docuit Andriscus… … Hofmann J. Lexicon universale
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Πολυκρίτη — Κόρη από τη Νάξο. Στον πόλεμο μεταξύ Μιλησίων και Ναξίων, αιχμαλωτίστηκε από τον Διόγνητο, τον ηγεμόνα των Ερυθραίων, που την ερωτεύτηκε και τη βοήθησε να σώσει την πόλη που απειλούσαν οι Μιλήσιοι και οι Ερυθραίοι. Οι Νάξιοι νίκησαν τους… … Dictionary of Greek
Ταυρομένιον — Αρχαία πόλη της Σικελίας ανάμεσα στη Μεσσήνη και την Κατάνη, που την έχτισαν οι Ζαγκλαίοι της Ύβλης το 396 π.Χ. Το 358 π.Χ. την κυρίευσαν οι Νάξιοι, που είχαν επικεφαλής τους τον Ανδρόμαχο, πατέρα του ιστορικού Τιμαίου. To T. έκανε ορμητήριό του… … Dictionary of Greek